- σαχλαμαρίζω
- λέω ή κάνω σαχλαμάρες.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σαχλαμαρίζω — σαχλαμαρίζω, σαχλαμάρισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
σαχλαμαρίζω — Ν [σαχλαμάρα] 1. λέω ή κάνω σαχλαμάρες 2. φλυαρώ άσκοπα … Dictionary of Greek
παιδιαρίζω — συμπεριφέρομαι σαν παιδί, παιδιακίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < παιδί κατά τα ρ. σε (αρ)ίζω (πρβλ. σαλιαρίζω, σαχλαμαρίζω)] … Dictionary of Greek